Η ενεργειακή κρίση, η κατάρρευση της κατασκευαστικής δραστηριότητας και η πτώση της κατανάλωσης δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό για τη γερμανική βιομηχανία. Η Bosch, μία από τις πλέον εμβληματικές εταιρείες του κλάδου, ανακοίνωσε ότι έως το 2026 θα κλείσει δύο εργοστάσια του τμήματος Bosch Power Tools στη Γερμανία, πυροδοτώντας έντονες αντιδράσεις.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, τα εργοστάσια που βρίσκονται στο Leinfelden-Echterdingen (Βάδη-Βυρτεμβέργη) και στο Sebnitz (Σαξονία) θα βάλουν λουκέτο, επηρεάζοντας περίπου 500 εργαζομένους συνολικά.
Τα εργοστάσια παρήγαγαν προϊόντα όπως τροχούς, κρουστικά τρυπάνια και εργαλεία κήπου, ενώ η παραγωγή θα μεταφερθεί σε άλλες μονάδες – μεταξύ των οποίων και το εργοστάσιο της Bosch στην Ουγγαρία (Miskolc).
Η διοίκηση παραδέχεται πως οι προσπάθειες για μείωση κόστους και βελτίωση αποδοτικότητας απέτυχαν να φέρουν αποτέλεσμα, ενώ η χαμηλή αξιοποίηση παραγωγικής δυναμικότητας ήταν καθοριστικός παράγοντας για την απόφαση.
Εργασιακό σοκ και αντίδραση συνδικάτων
Το συνδικάτο IG Metall και το συμβούλιο εργαζομένων της Bosch Power Tools εξέφρασαν την έντονη αντίθεσή τους, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «σοβαρό πλήγμα» και κάλεσαν σε αγώνα για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Απότοκο μιας γενικευμένης κρίσης
Η περίπτωση της Bosch δεν είναι μεμονωμένη. Αντιθέτως, εντάσσεται στο ευρύτερο φαινόμενο αποβιομηχάνισης της Γερμανίας, με όλο και περισσότερες επιχειρήσεις να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό, σε αναζήτηση φθηνότερης ενέργειας και σταθερότερου περιβάλλοντος.
Η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και η στροφή σε ακριβότερες εναλλακτικές έχουν εκτοξεύσει το κόστος για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, το υψηλό κόστος πρώτων υλών, η αστάθεια στις εφοδιαστικές αλυσίδες, και η παρατεταμένη ύφεση στον τομέα των κατασκευών επιδεινώνουν την εικόνα.
Αριθμοί που προβληματίζουν
Ο CEO της Bosch, Stefan Hartung, είχε ήδη από τον Μάρτιο προειδοποιήσει για απολύσεις. Μέχρι το τέλος του 2024, η εταιρεία είχε μειώσει τον αριθμό των εργαζομένων της κατά 11.500 άτομα παγκοσμίως, εκ των οποίων 4.400 στη Γερμανία – μείωση 3,3%.