Σημαντικές διαφορές εξακολουθούν να υπάρχουν στους μέσους ετήσιους μισθούς πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια ανισότητα που γίνεται ακόμα πιο έντονη όταν λαμβάνεται υπόψη η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, της στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ, το 2023 αποκαλύπτεται ένα ευρύ φάσμα μισθολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις όσον αφορά την αγοραστική δύναμη.
Από τη Βουλγαρία στο Λουξεμβούργο: Ένα ευρύ φάσμα μισθών
Σύμφωνα με την Eurostat, το 2023, ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης κυμαινόταν από 13.503 ευρώ στη Βουλγαρία, τη χώρα με τις χαμηλότερες αποδοχές, έως 81.064 ευρώ στο Λουξεμβούργο, το οποίο κατέχει την πρώτη θέση. Ο μέσος όρος στην ΕΕ ανήλθε σε 37.863 ευρώ. Εννέα κράτη μέλη κατέγραψαν μισθούς άνω του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ 17 χώρες βρέθηκαν κάτω από αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ολλανδία δεν περιλαμβάνεται στα δεδομένα λόγω διαφορών στη μεθοδολογία συλλογής στοιχείων.
Εκτός από το Λουξεμβούργο, πέντε ακόμη χώρες ξεπέρασαν το όριο των 50.000 ευρώ: η Δανία (67.604 ευρώ), η Ιρλανδία (58.679 ευρώ), το Βέλγιο (57.989 ευρώ), η Αυστρία (54.508 ευρώ) και η Γερμανία (50.988 ευρώ). Η Φινλανδία, η Σουηδία και η Γαλλία βρίσκονται επίσης πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Στον αντίποδα, μετά τη Βουλγαρία, ακολουθούν η Ουγγαρία (16.895 ευρώ), η Ελλάδα (17.013 ευρώ), η Ρουμανία (17.739 ευρώ), η Πολωνία (18.054 ευρώ) και η Σλοβακία (19.001 ευρώ), με ετήσιους μισθούς κάτω από το ψυχολογικό όριο των 20.000 ευρώ. Η Ιταλία και η Ισπανία, δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, βρίσκονται επίσης κάτω από τον μέσο όρο, με ετήσιους μισθούς περίπου 32.500 ευρώ.
Αγοραστική Δύναμη: Μια πιο ρεαλιστική εικόνα
Ωστόσο, οι ονομαστικοί μισθοί δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα. Το κόστος ζωής, και ιδιαίτερα τα έξοδα στέγασης, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Για αυτόν τον λόγο, η Eurostat χρησιμοποιεί τα Πρότυπα Αγοραστικής Δύναμης (PPS), μια τεχνητή νομισματική μονάδα που εξαλείφει την επίδραση των διαφορών στα επίπεδα τιμών. Έτσι, μια μονάδα PPS μπορεί θεωρητικά να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα.
Όταν οι μισθοί προσαρμόζονται με βάση το PPS, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των χωρών μειώνεται αισθητά. Ενώ σε ονομαστικούς όρους ο υψηλότερος μισθός ήταν έξι φορές μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο, η αναλογία αυτή μειώνεται σε 2,5 φορές όταν λαμβάνεται υπόψη το PPS.
Παρόλα αυτά, οι διαφορές παραμένουν. Ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης σε PPS κυμαινόταν από 20.525 στην Ελλάδα έως 53.745 στο Λουξεμβούργο. Ενώ σε ονομαστικούς όρους η Ελλάδα ήταν τρίτη από το τέλος, σε PPS κατρακυλά στην τελευταία θέση, αποκαλύπτοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες εργαζόμενοι όσον αφορά την αγοραστική τους δύναμη.
Μόνο επτά χώρες ξεπέρασαν τον μέσο όρο της ΕΕ σε PPS. Εκτός από το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία και η Αυστρία κατέγραψαν μισθούς άνω των 45.000 PPS. Η Ιρλανδία και η Γαλλία ακολούθησαν με 41.581 και 39.110 PPS αντίστοιχα. Η Ιταλία, με 33.723 PPS, είχε τον χαμηλότερο μισθό μεταξύ των μεγάλων οικονομιών της ΕΕ, ενώ η Ισπανία κατέγραψε ελαφρώς υψηλότερο ποσό, 35.774 PPS, παραμένοντας και οι δύο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τάσεις και παράγοντες που επηρεάζουν τους μισθούς
Η ανάλυση των ονομαστικών μισθών και των μισθών σε PPS αναδεικνύει τις εξής τάσεις:
- Οι χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης διατηρούν την πρωτοκαθεδρία, αν και το πλεονέκτημά τους μειώνεται όταν λαμβάνεται υπόψη το PPS.
- Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παρουσιάζουν ελαφρά βελτίωση σε PPS, αλλά οι μισθοί τους παραμένουν σημαντικά χαμηλότεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.
- Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες, με χαμηλούς μισθούς και περιορισμένη αγοραστική δύναμη.
Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτές τις διαφορές, όπως η παραγωγικότητα της εργασίας, η προσφορά και η ζήτηση στην αγορά εργασίας, η ισχύς των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η φορολογική πολιτική και η γενικότερη οικονομική κατάσταση κάθε χώρας.
Μεταβολές στους μισθούς (2022-2023)
Σε ονομαστικούς όρους, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και η Ιρλανδία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών, ξεπερνώντας τα 4.000 ευρώ. Αντίθετα, μικρότερες αυξήσεις, κάτω του 5%, σημειώθηκαν σε Μάλτα, Ιταλία, Ελλάδα, Δανία, Φινλανδία και Κύπρο. Σημαντικές ποσοστιαίες αυξήσεις, άνω του 15%, κατεγράφησαν σε Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Λετονία και Κροατία, αποδεικνύοντας τις προσπάθειες σύγκλισης των μισθών στην ΕΕ. Η μόνη χώρα όπου σημειώθηκε μείωση στους μισθούς ήταν η Σουηδία, η οποία όμως οφείλεται σε συναλλαγματικές διαφορές και όχι σε πραγματική μείωση των αποδοχών.