Όσα πρόστιμα βάζει η εφορία για όποια συναλλαγή θεωρεί «εικονική», καταρρίπτονται στα δικαστήρια, αν ο έλεγχος δεν φροντίζει να αποδεικνύει επαρκώς είτε ότι είναι εικονική η δηλωθείσα συναλλαγή, είτε -ακόμα και αν πραγματικά είναι εικονική- ότι ο συναλλασσόμενος ενήργησε δόλια, γνωρίζοντας ότι τελείται φορολογική απάτη σε βάρος του δημοσίου.
Οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ έχουν φέρει στο φως συγκλονιστικές υποθέσεις εικονικών τιμολογίων, ύψους εκατομμυρίων ευρώ ακόμα και από μικροεπαγγελματίες, επιβάλλοντας καταλογισμούς προστίμων. Συχνά δε στις περιπτώσεις αυτές, ο «πέλεκυς» πέφτει βαρύς σε όλους τους αντισυμβαλλόμενους με τις εταιρίες που διέπραξαν το φορολογικό αδίκημα.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο πάντως ότι από μια πρόχειρη αναζήτηση, προκύπτουν πάνω από δέκα (!) πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις Εφετείων και Συμβουλίου της Επικρατείας, που ακυρώνουν πορίσματα και πρόστιμα της εφορίας για εικονικά τιμολόγια. Και μάλιστα για πολύ απλούς και συγκεκριμένους λόγους, που μαρτυρούν προχειρότητα ή και αυθαιρεσία ελεγκτικών οργάνων σε κάποιες περιπτώσεις.
Και μόνο το πλήθος των αποφάσεων, υποψιάζει για την ευκολία με την οποία ενδεχομένως οι ελεγκτές καταλογίζουν παραβάσεις στους ελεγχόμενους. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές γνώσεις άλλωστε, για να καταλάβει κάποιος τι συμβαίνει, αν διαβάσει απλώς λίγες αράδες των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται μαζικά πια:
1. «Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας» (ΣτΕ 811/2019 Β’ Τμήμα)
2. «…δεν υπάρχει καμία περαιτέρω περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν κάθε μια περίπτωση των ως άνω παραβάσεων, ούτε στην έκθεση ελέγχου με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ούτε στην προηγούμενη έκθεση ελέγχου που αναφέρεται σε τούτη και προσκομίζεται, ούτε σε κάποιο άλλο έγγραφο …» (απόφαση ΣτΕ 1338/2019 Β΄Τμήμα)
3. «Πριν την επιβολή προστίμου για λήψη εικονικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος, η κλήση του φορολογούμενου σε ακρόαση με την επίδοση σημειώματος με τις διαπιστώσεις του ελέγχου» (απόφαση ΣτΕ 88/2018 Β’ Τμήμα)
4. «…από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι (σσ: ο ελεγχόμενος) γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει την εικονικότητα των φορολογικών αυτών στοιχείων ως προς το πρόσωπο του εκδότη» (απόφαση 363/2020 Διοικητικού Εφετείου Αθηνών – 4ο Τριμελές και όμοια 687/2020 6ου Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)
5. «Ο λήπτης νομοτύπως εκδοθέντος φορολογικού στοιχείου, που αντιστοιχεί σε πραγματοποιηθείσα συναλλαγή και έχει εκδοθεί από φορολογικώς υπαρκτό πρόσωπο, για το οποίο ο λήπτης καλοπίστως υπέλαβε ότι ήταν πράγματι εκείνο που εκπλήρωσε τη συναλλαγή, έχει δικαίωμα να τα καταχωρίσει στα βιβλία του ως νομίμως εκδοθέντα και να ζητήσει την έκπτωση της δαπάνης που αντιστοιχεί σε αυτά (…). (απόφαση ΣτΕ 249/2018 Β’ Τμήμα)
6. «…δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μερικώς εικονικές οι ένδικες συναλλαγές (…) λόγω της συμμετοχής του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή της (ελεγχόμενης) στο κεφάλαιο άλλης εταιρίας (αποφάσεις 984 και 985/2020 Β΄Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας)
7. «… όταν αποδίδεται εικονικότητα σε φορολογικό στοιχείο, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία φέρεται ότι εκδόθηκε, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εικονικότητας» (απόφ. ΣτΕ 438/2019 Β΄ Τμήμα)
8. «…η Φορολογική Αρχή δεν απέδειξε ότι περιήλθαν σε γνώση της συμπληρωματικά στοιχεία (…) Και τούτο διότι, το ΣΔΟΕ είναι υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και, συνεπώς, τα επίμαχα στοιχεία είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής διοίκησης εντός της προβλεπομένης πενταετίας και, αφ’ ετέρου διότι τα στοιχεία, που απεστάλησαν από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας, είχαν περιέλθει σε αυτήν ήδη από το έτος 2012» (απόφαση 651/2020 Διοικητικού Εφετείου Αθηνών – 4ο Τριμελές καθώς και όμοια 1628/2019 Β’ Τμήματος Συμβουλίου Επικρατείας)
9. «Δεν χωρεί η επιβολή προστίμου για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, εφόσον τα οικεία τιμολόγια πώλησης ακυρώθηκαν νομίμως από τον εκδότη τους, χωρίς να αποσταλούν στον αγοραστή των αγαθών και χωρίς να γίνει φορολογική χρήση τους…» (απόφαση ΣτΕ 380/2019 Β’ Τμήμα)
Τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά;
ότι η Φορολογική Αρχή φέρει το βάρος απόδειξης περί ύπαρξης εικονικότητας
ότι πρέπει να αποδείξει πως ο εκδότης του φορολογικού στοιχείου είναι φορολογικώς ανύπαρκτος.
Δεν αρκούν σαν στοιχεία πχ ότι άλλαξε διεύθυνση και έγινε άφαντος από την δηλωθείσα έδρα, για να χαρακτηριστεί ένα τιμολογίου σαν εικονικό….
Οτι ακόμη και αν η φορολογική αρχή αποδείξει τα ανωτέρω, ο λήπτης δύναται να αντααποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και ότι ενεργούσε με καλή πίστη.
Οτι και αποδειχθεί εικονικό ως προς το πρόσωπο του εκδότη ένα τιμολόγιο, εφ’ όσον ο λήπτης αποδείξει την καλή πίστη του, δεν επιβάλλεται πρόστιμο του ΚΑΦΣ.
Ευρύτερα όμως, παγιώνεται πλέον η απαίτηση των δικαστηρίων, να ανταποκρίνεται επαρκώς η φορολογική αρχή στις αποδεικτικές υποχρεώσεις, διαφορετικά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα ακυρώνονται.