Πρόλογος
Ένα γεωπολιτικό ζήτημα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης απέκτησε μεγάλη σημασία για τους μελετητές, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ερευνητές με το ζήτημα του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ένα από τα πιο κρίσιμα χαρακτηριστικά των αρχών του20ού αιώνα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η μεταπτυχιακή κατάρρευση της άλλοτε μεγάλης αυτοκρατορίας επιταχύνθηκε και ακολουθήθηκε από τον ανταγωνισμό και την πάλη τόσο των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων όσο και των βαλκανικών εθνικών κρατών για την εδαφική κληρονομιά της. Ενώ οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ως στόχο να αποκτήσουν νέες σφαίρες πολιτικοοικονομικής επιρροής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ακολουθούμενες από το καθήκον να δημιουργήσουν μια νέα ισορροπία δυνάμεων στην ήπειρο, η πλήρης κατάρρευση του οθωμανικού κράτους θεωρήθηκε από τα μικρά βαλκανικά έθνη ως η μοναδική ιστορική ευκαιρία να διευρύνουν τα εδάφη των εθνικών τους κρατών με την ένωση όλων των εθνογλωσσικών συμπατριωτών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη μητέρα πατρίδα. Η δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού κράτους, αποτελούμενου από όλα τα εθνογραφικά και ιστορικά «εθνικά» εδάφη, αποτελούσε στα μάτια των κορυφαίων Βαλκάνιων πολιτικών το τελικό στάδιο της εθνικής αφύπνισης, της αναγέννησης και της απελευθέρωσης των εθνών τους, η οποία ξεκίνησε στις αρχέςτου 19ου αιώνα στην ιδεολογική βάση του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού που εκφράστηκε με μια φόρμουλα: «Μια γλώσσα-ένα έθνος-ένα κράτος»
Γράφει ο Δρ Vladislav B. Sotirovic
Πρώην Καθηγητής Πανεπιστημίου Βίλνιους, Λιθουανία
Ερευνητής στο Κέντρο Γεωστρατηγικών Μελετών Βελιγράδι, Σερβία
Πηγή: www.geostrategy.rs
Τόσο τα γεωπολιτικά όσο και τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της διεύρυνσης του έθνους-κράτους στην έκταση της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετικά σημαντικά εκτός από την επιθυμία για εθνική ενοποίηση ως μια από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις του βαλκανικού εθνικισμού στις αρχέςτου 20ού αιώνα. Ιδιαίτερα τα βασίλεια της Σερβίας και της Βουλγαρίας ασχολήθηκαν με την ιδέα να είναι «το μεγαλύτερο» στην περιοχή ως προϋπόθεση για τον μελλοντικό έλεγχο των βαλκανικών υποθέσεων. Από την άλλη πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κάθε μέλος της ορχήστρας των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων επεδίωκε να αποκτήσει τη δική του κυρίαρχη επιρροή στην περιοχή προωθώντας τις εδαφικές φιλοδοξίες του/των αγαπημένου/ων του βαλκανικού/ων έθνους/εθνών. Ταυτόχρονα, μέρος της βαλκανικής πολιτικής κάθε ευρωπαϊκής Μεγάλης Δύναμης ήταν να αποφύγει άλλα μέλη της ορχήστρας να κυριαρχήσουν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το σύνηθες μέσο για την υλοποίηση αυτού του δεύτερου στόχου ήταν η εναντίωση στις εδαφικές διεκδικήσεις εκείνων των βαλκανικών εθνών που βρίσκονταν υπό την προστασία του ανταγωνιστικού πολιτικού στρατοπέδου. Με αυτόν τον τρόπο, τα μικρά βαλκανικά έθνη ήταν κυρίως οι μαριονέτες στα χέρια των Ευρωπαίων προστατών τους. Με άλλα λόγια, η επιτυχία του εθνικού αγώνα των βαλκανικών κρατών εξαρτιόταν κυρίως από την πολιτική δύναμη και τις διπλωματικές ικανότητες των Ευρωπαίων προστατών τους.
Η δημιουργία και ο αγώνας για ανεξάρτητα έθνη-κράτη στα Βαλκάνια από το 1804 έως το 1913 είχε δύο διαστάσεις:
- Τον εθνικό αγώνα για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης και ενιαίας εθνικής κρατικής οργάνωσης.
- Τον ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων για την κυριαρχία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
- Η γεωστρατηγική θέση των βαλκανικών εθνών ήταν ένας από τους πιο κομβικούς λόγους για τα μέλη των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων να υποστηρίξουν ή να αντιταχθούν σε μια ιδέα ύπαρξης των μικρότερων ή μεγαλύτερων εθνικών κρατών τους, όπως ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση της ανεξάρτητης Αλβανίας που ανακοινώθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1912.ii Το πραγματικό μέγεθος αυτού του διλήμματος μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στο πλαίσιο της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ως περιοχής.
- Μια συνήθης, αλλά πιο λαϊκίστικη, περιγραφή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ή των Βαλκανίων) είναι «γέφυρα ή σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας», «σημείο ανάμειξης ή χωνευτήρι φυλών», «μπαρουταποθήκη ή βαρέλι της Ευρώπης» ή «πεδίο μάχης της Ευρώπης».iii Ωστόσο, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της περιοχής είναι το χωνευτήρι πολιτισμών και κουλτούρων.iv
Η γεωφυσική και ο πολιτισμός
Η Βαλκανική Χερσόνησος συνορεύει με έξι θάλασσες στις τρεις πλευρές της: την Αδριατική Θάλασσα και το Ιόνιο Πέλαγος στα δυτικά, το Αιγαίο Πέλαγος και τη Θάλασσα της Κρήτης στα νότια και τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά. Η τέταρτη πλευρά της χερσονήσου, η βόρεια, από γεωγραφική άποψη, συνορεύει με τον ποταμό Δούναβη. Αν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες της ιστορικής και πολιτιστικής εξέλιξης, τότε τα βόρεια σύνορα των Βαλκανίων (δηλαδή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) βρίσκονται στους ποταμούς Προυτ, Ιπόλι/Ιπέλ και Σάμος (οι δύο τελευταίοι στην Ουγγαρία). Πρακτικά, η πρώτη επιλογή (Βαλκάνια) αναφέρεται στη γεωγραφία, ενώ η δεύτερη (Νοτιοανατολική Ευρώπη) στην ιστορική και πολιτιστική σύνδεση και επιρροές. Σωστά μιλώντας, η δεύτερη επιλογή αναφέρεται στην περιοχή της Ευρώπης, κάτω από την οποία θα πρέπει να θεωρείται η Βαλκανική Χερσόνησος με καθαρά γεωγραφικούς όρους διευρυμένη από τα εδάφη της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας, τα οποία συνδέονται ιστορικά και πολιτιστικά στενά και με τα δύο: τα εδάφη της Ανατολικής-Κεντρικής Ευρώπης και τα Βαλκάνια.vi
Ο όρος Βαλκάνια έχει πιθανότατα τουρκική ρίζα με τη σημασία ενός βουνού ή μιας ορεινής αλυσίδας. Σίγουρα, τα βουνά είναι το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιοχής. Οι ευνοϊκές φυσικές συνθήκες της χερσονήσου προσέλκυσαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας πολλούς διαφορετικούς εισβολείς που δημιούργησαν πολυπολιτισμικές, πολυθρησκευτικές και πολυεθνικές κοινωνίες και πολιτισμούς σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης. Η ιστορική σημασία της περιοχής αυξήθηκε πάρα πολύ στα μάτια του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης του μεγαλύτερου τμήματος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (1354-1541), όταν το τμήμα αυτό της Γηραιάς Ηπείρου χαρακτηριζόταν κατά συνήθεια ως τα εδάφη μεταξύ Ευρώπης, Τουρκίας και Ρωσίας. Λόγω της οθωμανικής κυριαρχίας επί της περιοχής (έως το 1913), η οποία άλλαξε σημαντικά την εικόνα της (στα σημεία των εθίμων, του πολιτισμού, της εθνογραφίας, της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της οικονομικής ανάπτυξης, του τρόπου καθημερινής ζωής, της εμφάνισης των αστικών οικισμών, της κουζίνας, της μουσικής κ.ά.), πολλοί δυτικοί συγγραφείς, ιδίως ταξιδιώτες, θεωρούσαν τα Βαλκάνια ως τμήμα της Ανατολής ή λόγω γεωγραφικής απόστασης ως τμήμα της Εγγύς Ανατολής. Ο Λ. Σ. Σταυριανός, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Northwestern (ΗΠΑ), έχει απόλυτο δίκιο να εξηγεί την ετερογένεια των περιφερειακών ιστορικών και πολιτιστικών εξελίξεων ουσιαστικά με την ενδιάμεση θέση της χερσονήσου μεταξύ της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από τη μια πλευρά και της Μικράς Ασίας και του Λεβάντε από την άλλη.vii
Η Νοτιοανατολική Ευρώπη πολιτισμικά και ιστορικά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, επηρεασμένη ανά τους αιώνες από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Ανατολικής Μεσογείου, της Κεντρικής, της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Όντας στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Αφρική, Ασία και Ευρώπη), τα Βαλκάνια λαμβάνονται υπόψη ως περιοχή εξαιρετικής γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας ήδη από τις πρώτες ημέρες της Αντίκα. Η περιφερειακή γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία επηρέασε καθοριστικά τη διαπολιτισμική της ανάπτυξη, τη μίξη και τα χαρακτηριστικά της. Ενώ από φυσιογραφική άποψη, τα Πυρηναία και οι Άλπεις διαχωρίζουν την Ιβηρική και την Απεννησιακή Χερσόνησο από την υπόλοιπη Ευρώπη, η Βαλκανική Χερσόνησος είναι, αντίθετα, ανοιχτή σε αυτήν. Ο ποταμός Δούναβης περισσότερο συνδέει παρά χωρίζει αυτό το τμήμα της Ευρώπης από τον «έξω κόσμο», ιδίως με την περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Οι γεωγράφοι είναι πρόθυμοι να δουν το βόρειο σύνορο των Βαλκανίων στον ποταμό Δούναβη, αλλά μια τέτοια στάση δεν είναι λογική για τους ιστορικούς, καθώς αποκλείει τα υπερδανουβικά εδάφη της Ρουμανίας, καθώς και την υποκαρπαθιακή περιοχή και τη Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα (Alföld).viii
Οι θάλασσες γύρω από τα Βαλκάνια, όπως και ο ποταμός Δούναβης, έγιναν ο κύριος δρόμος προς τη γειτονιά. Για παράδειγμα, η Ευθεία του Οτράντο (μήκους 50 μιλίων) ήταν ο στενότερος σύνδεσμος μεταξύ του βαλκανικού και του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού και από αυτή την άποψη, η Ανατολική Ιταλία και τα εδάφη της Δαλματίας, του Μαυροβουνίου, της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Πελοποννήσου έπαιζαν το ρόλο μιας γέφυρας που συνδέει τη Δυτική Ευρώπη με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, οι παραθαλάσσιοι αστικοί οικισμοί της Δαλματίας και του Μαυροβουνίου, για παράδειγμα, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας αποδέχθηκαν το δυτικοαδριατικό ιταλικό στυλ ζωής, την αρχιτεκτονική, τη δημοτική και κοινωνική οργάνωση, τον πολιτισμό και τη δομή της οικονομίας. Αυτό είναι ορατό, ιδιαίτερα στα νησιά της Αδριατικής, τα οποία βρίσκονταν στη θέση να γεφυρώνουν δύο χερσονήσους και τους πολιτισμούς τους – τα Βαλκάνια και την Απενηνία. Πιθανώς, τα νησιά της Αδριατικής, επηρεασμένα σημαντικά και από τις δύο πλευρές – την ιταλική και τη βαλκανική κουλτούρα και πολιτισμό, αποτελούν το καλύτερο ιστορικό παράδειγμα του φαινομένου: το βαλκανικό χωνευτήρι πολιτισμών. Τα νησιά του Αιγαίου, ακολουθούμενα από την Κρήτη και την Κύπρο, αποτέλεσαν φυσικά βήματα μεταξύ των Βαλκανίων από τη μια πλευρά και της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης από την άλλη. Για τις βενετσιάνικες εμπορικές σχέσεις έξι αιώνων (από το 1204 έως το 1797) μεταξύ Ιταλίας και Μέσης Ανατολής, τα νησιά του Αιγαίου, η Κρήτη (Κάντια υπό βενετική κυριαρχία), η Ρόδος και η Κύπρος ήταν ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολυάριθμα κατάλοιπα και δείγματα της βενετικής υλικής και πνευματικής κουλτούρας και πολιτισμού στα νησιά αυτά, που αποτελούν συστατικό στοιχείο ενός διαπολιτισμικού χαρακτηριστικού του πολιτισμού των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πέρασμα των αιώνων κατελήφθησαν από τους Αιγύπτιους, τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, τη Βενετία, τους Οθωμανούς, τους Ιταλούς και τους Γερμανούς μέχρι την τελική ενοποίησή τους με την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στα γεωφυσικά χαρακτηριστικά της, δεν υπήρχε φυσικό κέντρο της Βαλκανικής Χερσονήσου όπου θα μπορούσε να σχηματιστεί μια μεγάλη πολιτική ενότητα (κράτος).ix
Τα σταυροδρόμια και οι «γραμμές διαίρεσης»
Ένα εξαιρετικό ιστορικό πρόσημο των Βαλκανίων ήταν το γεγονός ότι σε ολόκληρη τη χερσόνησο διέτρεχαν αρκετές πολιτικές και πολιτιστικές «διαχωριστικές γραμμές» και όρια, όπως, για παράδειγμα, μεταξύ της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας, της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής και της Φραγκικής Αυτοκρατορίας, των οθωμανικών και των Αψβούργων, του Ισλάμ και του Χριστιανισμού, της Χριστιανικής Ορθοδοξίας και του Χριστιανικού Καθολικισμού, και πρόσφατα μεταξύ του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και του Συμφώνου της Βαρσοβίας (από το 1955 έως το 1991).
Τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα διαβίωσης «μεταξύ διαχωριστικών γραμμών» είναι οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι. Όντας αποφασιστικά επηρεασμένοι κατά τον Μεσαίωνα από τη βυζαντινή κουλτούρα και τον πολιτισμό, και οι δύο αποδέχθηκαν τον βυζαντινό πολιτισμό και τη χριστιανική Ορθοδοξία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, κάτω από την ιδιόμορφη ιστορική εξέλιξη της περιοχής και τις πολιτικές συνθήκες διαβίωσης, ένα μέρος των Ρουμάνων και των Σέρβων έγινε μέλος είτε της Ουνιτικής (Ελληνοκαθολικής) Εκκλησίας (υπό την κυριαρχία του Πάπα)x είτε της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Για παράδειγμα, στις 27 Μαρτίου 1697 υπογράφηκε η ένωση ενός τμήματος της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τρανσυλβανία (τμήμα του ιστορικού Βασιλείου της Ουγγαρίας) με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της Ελληνοκαθολικής ή Ουνιτικής Εκκλησίας.xi Η εκκλησιαστική ένωση με τη Ρώμη, βασισμένη στα τέσσερα σημεία της Ένωσης της Φλωρεντίας του 1439, αναγνώριζε την εξουσία του Πάπα, λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα την αναγνώριση της ισότητας του ρουμανικού κλήρου με εκείνον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ομοίως με τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας, μέρος των Σέρβων εγκαταστάθηκε στην επικράτεια της Αψβουργικής Μοναρχίας (Δαλματία, Κροατία, Σλαβονία, Ίστρια, Νότια Ουγγαρία) από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετατράπηκε σε ελληνοκαθολικούς και αργότερα σε ρωμαιοκαθολικούς. Όλοι τους τον20ό αιώνα έγιναν Κροάτες. Έτσι, ενδεικτικά, οι Σέρβοι που ήρθαν να ζήσουν στην περιοχή Žumberak (στα ίδια τα σύνορα μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας) τον 16ο αιώνα ήταν ορθόδοξοι πιστοί, ενώ τον επόμενο αιώνα η πλειοψηφία τους αποδέχθηκε την Ένωση και τελικά τον 18ο αιώνα δήλωσαν μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και σήμερα Κροάτες. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, το εθνικό αλφάβητο των Ρουμάνων ήταν όπως και το κυριλλικό, ενώ στις επόμενες δεκαετίες αντικαταστάθηκε από τη λατινική γραφή που χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας από όλους τους Ρουμάνους. Ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ανά τους αιώνες το σερβικό έθνος επηρεάστηκε από τον βυζαντινό, τον οθωμανικό, τον ιταλικό και τον κεντροευρωπαϊκό πολιτισμό, ζώντας πέντε αιώνες (από τον 15ο έως τον20ό) στα εδάφη της Δημοκρατίας της Βενετίας, της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι σύγχρονοι Σέρβοι χρησιμοποιούν στην καθημερινή ζωή αρκετά ισότιμα την κυριλλική και τη λατινική γραφή, ενώ το επίσημο εθνικό αλφάβητο είναι μόνο κυριλλικό. Επιπλέον, το σερβικό έθνος χωρίζεται από θρησκευτική άποψη σε πιστούς της Ανατολικής Ορθοδοξίας, μουσουλμάνους και ρωμαιοκαθολικούς, ενώ το σύνηθες σήμα εθνικής ταυτότητας που δημιουργούν οι ξένοι είναι μόνο η Ανατολική Ορθοδοξία και η κυριλλική γραφή.xii
Τρεις χιλιάδες χρόνια βαλκανικής ιστορίας που εξελίσσονταν στο σταυροδρόμι και το σημείο συνάντησης των πολιτισμών είχαν ως αποτέλεσμα δύο σημαντικότατα αποτελέσματα: 1) Την παρουσία μεγάλου αριθμού εθνικών μειονοτήτων και 2) Την ύπαρξη πολλών διαφορετικών θρησκειών και των εκκλησιών τους. Οι σημερινές εθνοτικές μειονότητες των Βαλκανίων με τους ιδιαίτερους πολιτισμούς τους κατανέμονται με τον ακόλουθο τρόπο. Στη Ρουμανία, η μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα είναι η ουγγρική που ζει στην Τρανσυλβανία, ακολουθούμενη από τους Σέρβους στο Μπανάτ και τους Γερμανούς στην Τρανσυλβανία. Η μακεδονική εθνοτική μειονότητα δεν αναγνωρίζεται επίσημα τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην Ελλάδα, ενώ η πλειοψηφία των Τούρκων της Βουλγαρίας υπέστη αναγκαστική αφομοίωση από το 1984 έως το 1989 και πολλοί από αυτούς μετανάστευσαν τελικά στην Τουρκία το 1989.xiii Στην Ελλάδα, η μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα είναι οι Αλβανοί, εγκατεστημένοι κυρίως στην Ήπειρο, ενώ η μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα στην Αλβανία είναι οι Έλληνες και ακολουθούν οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι. Οι περισσότερες βαλκανικές εθνοτικές μειονότητες ζουν στη Σερβία και το Μαυροβούνιο: οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Βλάχοι, οι Ρουμάνοι, οι Ούγγροι, οι Ουκρανοί, οι Τσιγγάνοι (Ρομά), οι Κροάτες, οι Σλοβάκοι και άλλοι. Η Κροατία έχει ιταλικές, σερβικές και ουγγρικές μειονότητες, ενώ στη Μακεδονία η μεγαλύτερη εθνική μειονότητα είναι οι Αλβανοί, ακολουθούμενοι από τους Τούρκους, τους Μουσουλμάνους, τους Τσιγγάνους και τους Σέρβους.xiv Τέλος, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, οι μεγαλύτερες μειονότητες είναι οι Τσέχοι, οι Πολωνοί και οι Μαυροβούνιοι.xv
Η εθνοτική σύνθεση των Βαλκανίων και η κατανομή των θρησκειών τους είναι επίσης πολύ περίπλοκη. Στη σημερινή Αλβανία, υπάρχουν τρεις μεγαλύτερες ομολογίες: Το Ισλάμ (που ομολογείται από το 70% του πληθυσμού), η Ρωμαιοκαθολική (που ομολογείται από το 10% των Αλβανών) και η Ανατολική Ορθόδοξη (που ομολογείται από το 20% των κατοίκων της Αλβανίας). Ο διαχωρισμός αυτός είναι άμεση συνέπεια της γεωπολιτικής θέσης της Αλβανίας και της πορείας της ιστορικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, ο ορθόδοξος πληθυσμός της Αλβανίας βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χώρας, όπου κυριαρχούσαν οι ελληνοβυζαντινές επιρροές, ενώ η Βόρεια Αλβανία, ως ανοικτή προς την Αδριατική Θάλασσα και την Ιταλία, βρισκόταν επί αιώνες κυρίως υπό την επιρροή του ρωμαιοκαθολικισμού. Η παρουσία μεγάλου αριθμού μουσουλμάνων είναι άμεσο αποτέλεσμα της οθωμανικής κυριαρχίας στην Αλβανία (1471-1912). Η συντριπτική πλειονότητα των Βουλγάρων ανήκει στην Ανατολική Ορθόδοξη πίστη, ενώ υπάρχουν επίσης 800.000 μουσουλμάνοι Τούρκοι, 55.000 Ρωμαιοκαθολικοί και 15.000 Ελληνοκαθολικοί (οι Ουνίτες). Επιπλέον, οι μουσουλμάνοι της Βουλγαρίας σλαβικής (βουλγαρικής) εθνικής καταγωγής, οι Πομάκοι, δεν αισθάνονται σαν Βούλγαροι και έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με τους Τούρκους λόγω της κοινής θρησκείας.
Ομοίως με τους πολίτες της Βουλγαρίας, μια σημαντική πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας ανήκει στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Παράλληλα, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν 120.000 μουσουλμάνοι (στη Δυτική Θράκη), 43.000 ρωμαιοκαθολικοί, 3.000 ελληνοκαθολικοί και ακόμη 640 αρμενικοί καθολικοί.xvi Στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας υπάρχουν τρεις μεγάλες θρησκείες: η ρωμαιοκαθολική (στο δυτικό τμήμα), η ανατολική ορθόδοξη (στο ανατολικό τμήμα) και η μουσουλμανική (στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στο Κόσοβο-Μετόχια και στο Σαντζάκ (Ράσκα)). Το 1990, υπήρχαν 35 θρησκευτικές κοινότητες στη Γιουγκοσλαβία. Σύμφωνα με την απογραφή του 1953, στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (SFRY) το 41,4% του πληθυσμού ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, το 31,8% ρωμαιοκαθολικοί, το 12,3% μουσουλμάνοι και το 12,5% αλλόθρησκοι.xvii Ομοίως με την περίπτωση της Αλβανίας, ο διαχωρισμός αυτός είναι άμεσο προϊόν της γεωπολιτικής θέσης της Γιουγκοσλαβίας και των διαφορετικών ιστορικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών επιρροών στο έδαφός της.
Μια συμβίωση μεταξύ θρησκείας και έθνους είναι αρκετά ορατή σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης. Η σωστή σύνδεση μεταξύ θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας μεταξύ των βαλκανικών λαών, ιδιαίτερα σε εθνοτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά μικτές περιοχές, φαίνεται από το γεγονός ότι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει συμβάλει συνειδητά στην ανάπτυξη μιας εθνικής ιδεολογίας μεταξύ των Σέρβων, αλλά ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που προέρχονται από το Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια, την Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. xviii Το έδαφος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που βρίσκεται κυριολεκτικά στο σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμών και κουλτούρων, έγινε στη δεκαετία του 1990 το πιο παραπεμπτικό παράδειγμα τόπου συνάντησης διαφορετικών θρησκειών, εθνών, πολιτισμών, συνηθειών και πολιτισμών στα Βαλκάνια. Η σύνδεση μεταξύ θρησκευτικής και εθνοτικής ταυτότητας είναι ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Κροατική Καθολική Εκκλησία και η Μουσουλμανική Κοινότητα της Βοσνίας αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στη διαδικασία της εθνοτικής διαφοροποίησης, ίσως και τον σημαντικότερο παράγοντα της διαδικασίας. Η θρησκεία έγινε σήμα ταυτότητας και θεματοφύλακας των παραδόσεων για τους Κροάτες, τους Σέρβους και τους μουσουλμάνους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Βόσνιοι), καθώς και για άλλους λαούς της περιοχής, αλλά όχι για τους Αλβανούς, οι οποίοι αποτελούν τη σημαντικότερη εξαίρεση από αυτό το φαινόμενο. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τη διατήρηση της ταυτότητας και του πολιτισμού, καθώς διάφορες ξένες αυτοκρατορίες κυριαρχούσαν στην περιοχή.xix Στην πραγματικότητα, η ταυτόχρονη καταπίεση τόσο της θρησκείας όσο και του έθνους έτεινε να παγιώνει τη σύνδεση μεταξύ εκκλησίας και έθνους, καθώς και τη θρησκευτική και εθνοτική ταυτότητα.xx Σίγουρα, η αρκετά πολύπλοκη εθνοτική και θρησκευτική σύνθεση των Βαλκανίων αποτελεί κομβική αιτία για την ύπαρξη των διαφορετικών πολιτισμών τους, αλλά και για τις εθνοτικές συγκρούσεις που είναι πολύ συχνές σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης. Η βαλκανική χερσόνησος είναι ταυτόχρονα και τα δύο: τόπος συνάντησης των πολιτισμών και μπαρουταποθήκη της Ευρώπης.
Δρ Vladislav B. Sotirović
Πρώην καθηγητής πανεπιστημίου
Βίλνιους, Λιθουανία
Ερευνητής στο Κέντρο Γεωστρατηγικών Μελετών
Βελιγράδι, Σερβία
www.geostrategy.rs
sotirovic1967@gmail.com
© Vladislav B. Sotirović 2024
Προσωπική αποποίηση ευθυνών: Ο συγγραφέας γράφει για την παρούσα έκδοση με ιδιωτική ιδιότητα, η οποία δεν αντιπροσωπεύει κανέναν ή οποιαδήποτε οργάνωση, εκτός από τις προσωπικές του απόψεις. Τίποτα από όσα γράφει ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με τις συντακτικές απόψεις ή τις επίσημες θέσεις οποιουδήποτε άλλου μέσου ενημέρωσης ή φορέα.
iΠαραπομπές και τελικές σημειώσεις:
Το γλωσσικό κριτήριο ως κρίσιμος παράγοντας εθνικού προσδιορισμού καθιερώθηκε από τον Γερμανό ρομαντικό του τέλους του 18ου αιώνα – Herder, ο οποίος αντιλαμβανόταν τα γλωσσικά σύνορα ως εθνικά σύνορα. Το μοντέλο του Herder για τον «γλωσσικό εθνικισμό» αναπτύχθηκε περαιτέρω ιδεολογικά στις αρχές του19ου αιώνα, ιδίως από τους Γερμανούς Humboldt και Fichte. Ο Φίχτε ήταν εκείνος που έθεσε στο χαρτί την πιο επιδραστική ερμηνεία της σχέσης μεταξύ της γλώσσας και του εθνικού περιεχομένου, γράφοντας το 1808 το περίφημο έργο του Reden an die deutsche Nation. Σύμφωνα με αυτόν, μόνο οι Γερμανοί κατάφεραν να διατηρήσουν την αρχική (ursprünglich) τευτονική γλώσσα στην πιο καθαρή της μορφή. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Φίχτε υποστήριξε ότι μόνο το έθνος που διατήρησε την παλιά τευτονική γλώσσα έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται Γερμανοί, δηλαδή Τεύτονες. Ο Φίχτε υποστήριξε ακόμη ότι η δύναμη και το μεγαλείο των Γερμανών βασιζόταν ακριβώς στο γεγονός ότι μόνο αυτοί μιλούσαν την αρχική «εθνική» γλώσσα. Ο Φίχτε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα επηρεάζει την ταυτότητα του λαού πολύ περισσότερο από ό,τι ο λαός επηρεάζει τη γλωσσική διαμόρφωση [Fichte G. J., Reden an die deutsche Nation, Berlin, 1808, 44]. Η πρακτική αξία αυτού του έργου ήταν το γεγονός ότι ο Φίχτε, «ιδεολογικός δημιουργός του γερμανικού γλωσσικού εθνικισμού», προέτρεπε τη γερμανική εθνικοπολιτική ενοποίηση λαμβάνοντας υπόψη τον πιο αποφασιστικό εθνικό προσδιοριστικό παράγοντα – τη γλώσσα. Ένα από τα παλαιότερα παραδείγματα της σχέσης γλώσσας-έθνους επισημάνθηκε στο βιβλίο [Mielcke C., Litauisch-Deutsches und Deutsch-Litauisches Wörter-Buch, Königsberg, 1800].
ii Петер Бартл, Албанци од средњег века до данас, Београд: ΚΛΙΟ, 2001, 139.
iii Castellan G., Ιστορία των Βαλκανίων: Από τον Μωάμεθ τον Κατακτητή έως τον Στάλιν, Νέα Υόρκη: Colombia University Press, East European Monographs, Boulder, 1992, 1.
iv Σχετικά με το πρόβλημα της κοινωνιογένεσης των εννοιών «πολιτισμός» και «κουλτούρα», βλ. στο [Elias N., The Civilizing Process. Sociogenetic and Psychogenetic Investigations, Cornwall, 2000, 3-45].
v Σχετικά με την έννοια της Κεντρικής Ευρώπης από ιστορική σκοπιά, βλ. στο [Magocsi R. P.,Historical Atlas of Central Europe. Revised and Expanded Edition, Seattle: University of Washington Press, 2002].
vi Η επιλογή ότι τα ρουμανικά και ουγγρικά εδάφη ανήκουν στα Βαλκάνια υποστηρίζεται, για παράδειγμα, από τηνNational Geographic Society, η οποία τύπωσε το συμπλήρωμα «The Balkans» στο τεύχος Φεβρουαρίου 2000 του περιοδικού της . Περαιτέρω, σύμφωνα με το Gazetter. Atlas of Eastern Europe ολόκληρη η περιοχή από τη Βαλτική Θάλασσα έως την Αδριατική Θάλασσα και τη Μαύρη Θάλασσα ανήκει στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Poulton Hugh είναι βέβαιος ότι η Ουγγαρία και η Ρουμανία δεν ανήκουν στα Βαλκάνια [Poulton H., The Balkans. Minorities and States in Conflict, London: Minority Rights Publications, 1994, 12]. Τέλος, οι συγγραφείς του περίφημουWestermannGroßer Atlas zur Weltgeschichte, που εκδίδεται κάθε χρόνο, δεν είναι απολύτως σίγουροι για το πού βρίσκονται τα ακριβή ιστορικά βόρεια σύνορα των Βαλκανίων.
vii Stavrianos L. S., The Balkans since 1453, New York: Rinehart & Company, Inc., 1958, 1-33.
viii Για παράδειγμα, στενές ιστορικές, οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των Βαλκανίων, της Τρανσδανουβίας και μιας Μεγάλης Ουγγρικής Πεδιάδας αναφέρονται σε πολλά σημεία του βιβλίου [Kontler L.,Millenium in Central Europe. A History of Hungary, Budapest: Atlantisz Publishing House, 1999]. Ενδεικτικά, για τις ομολογιακές σχέσεις και επιρροές μεταξύ της κεντροευρωπαϊκής Ουγγαρίας και της Βαλκανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βλ. στο [Moravcsik Gy., «The Role of the Byzantine Church in Medieval Hungary», The American Slavic and East European Review, Vol. VI, № 18019, 1947, 134-151].
ix Για τις σχέσεις των βαλκανικών γεωφυσικών συνθηκών και τη δημιουργία των βαλκανικών κρατών, βλ. στο [Cvijić J., La Péninsule Balkanique, Paris, 1918].
x Οι Ουνίτες ή Ελληνοκαθολικοί ήταν πρώην χριστιανοί ορθόδοξοι που αποδέχθηκαν την εκκλησιαστική ένωση με το Βατικανό, αλλά συνέχισαν να ακολουθούν τις βυζαντινές λειτουργικές τελετές. Το Βατικανό δεν απαιτούσε την πλήρη μεταστροφή στον Ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά μόνο την αποδοχή των τεσσάρων βασικών σημείων που αποτέλεσαν τη βάση για την Ένωση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία διακηρύχθηκε από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας στις6 Ιουλίου 1439: 1) Η αναγνώριση της υπεροχής του Πάπα, 2) Το «filioque» στο ομολογιακό δόγμα της πίστης (το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται τόσο από τον Πατέρα όσο και από τον Υιό), 3) Η αναγνώριση της ύπαρξης του καθαρτηρίου και 4) Η χρήση των άζυμων άρτων στη λειτουργία. Οι Ουνίτες διατήρησαν όλες τις άλλες παραδόσεις και τα δικαιώματά τους. Σε αντάλλαγμα για την αποδοχή της ένωσης με τη Ρώμη, ο κλήρος, ο οποίος μέχρι τότε ήταν ορθόδοξος, είχε λάβει τα ίδια προνόμια με τους αντίστοιχους ρωμαιοκαθολικούς [Bolovan I. et al, A History of Romania, The Center for Romanian Studies, The Romanian Cultural Foundation, Iaşi, 1996, 185-190.]. Για την Ένωση της Φλωρεντίας το 1439 περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να βρείτε στο [Hofmann G., «Die Konzilsarbeit in Florenz», Orient. Christ. Period., № 4, 1938, 157-188, 373-422- Hofmann G., Epistolae pontificiae ad Concilium Florentinium spectantes, Vol. I-III, Roma, 1940-1946- Gill J., The Council of Florence, New York: Gill J., Personalities of the Council of Florence, Oxford, 1964- Ostroumoff N. I., The History of The Council of Florence, Boston: Holy Transfiguration Monastery, 1971]. Σχετικά με την Ουνιτική Εκκλησία, βλ. στο [Fortescue A., The Uniate Eastern Churches, Gorgias Press, 2001].
xi Για τη ρουμανική περίπτωση των σχέσεων μεταξύ ομολογίας και εθνότητας στην Τρανσυλβανία, βλ. στο [Oldson O. W., The Politics of Rite: Jesuit, Uniate, and Romanian Ethnicity in 18th-Century, New York: Colombia University Press, East European Monographs, Boulder, 2005].
xii Σχετικά με την ιστορία των Σέρβων στη Νέα Εποχή, βλ. στο [Екмечић М., Дуго кретање између клања и орања. Историја Срба у Новом веку (1492-1992), Треће, допуњено издање, Београд: Evro-Guinti, 2010].
xiii TANJUG, 28 Μαρτίου 1985, στο BBC Summary of World Broadcasts, Eastern Europe / 7914 B/ 1, April 1985- Bulgaria: Continuing Human Rights Abuses against Ethnic Turks, Amnesty International, EUR/15/01/87, 5- Amnesty International, «Bulgaria: Imprisonment of Ethnic Turks and Human Rights Activists», EUR 15/01/89.
xiv Ο συνολικός πληθυσμός της Μακεδονίας σύμφωνα με την απογραφή του 1981 ήταν 1.912.257, εκ των οποίων 1.281.195 Μακεδόνες, 377.726 Αλβανοί, 44.613 Σέρβοι, 39.555 Μουσουλμάνοι, 47.223 Τσιγγάνοι, 86.691 Τούρκοι, 7.190 Βλάχοι και 1984 Βούλγαροι [Poulton H., The Balkans. Μειονότητες και κράτη σε σύγκρουση, Λονδίνο: Μειονοτικά Δικαιώματα, 1994, 47].
xv Sellier A., Sellier J., Atlas des peuples d’Europe centrale, Paris, 1991, 143-166- Петковић Р.,XX век на Балкану. Версај, Јалта, Дејтон, Београд: Службени лист СРЈ, 53-55 : Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, Βελιγράδι, 1993. Για να καταδειχθεί η όλη πολυπλοκότητα των φαινομένων των εθνοτικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια, το καλύτερο παράδειγμα είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη όπου παράλληλα με τα τρία αναγνωρισμένα έθνη (σύμφωνα με τις συμφωνίες του Ντέιτον το Νοέμβριο του 1995, οι Βόσνιοι, οι Σέρβοι και οι Κροάτες) ζουν και οι ακόλουθες εθνικές ομάδες ως εθνοτικές μειονότητες: Οι Μαυροβούνιοι, οι Τσιγγάνοι, οι Ουκρανοί, οι Αλβανοί, οι Σλοβένοι, οι Μακεδόνες, οι Ούγγροι, οι Τσέχοι, οι Πολωνοί, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Εβραίοι, οι Σλοβάκοι, οι Ρουμάνοι, οι Ρώσοι, οι Τούρκοι, οι Ρουθηνοί (οι Ρώσοι) και οι «Γιουγκοσλάβοι». Οι πληροφορίες αυτές βασίζονται σε στοιχεία που παρείχε η «Διεθνής Ομάδα Δράσης της Αστυνομίας» (IPTF) στις 17 Ιανουαρίου 1999.
xviEuropa Yearbook 1975, Λονδίνο, 1976. Ενδεικτικά, το 1912 στην Αιγαιακή Μακεδονία ζούσαν οι ακόλουθες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες: οι Μακεδόνες, οι μουσουλμάνοι Μακεδόνες (Πομάκοι), οι Τούρκοι, οι χριστιανοί Τούρκοι, οι Τσερκέζοι (Μογγόλοι), οι Έλληνες, οι μουσουλμάνοι Έλληνες, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, οι χριστιανοί Αλβανοί, οι Βλάχοι, οι μουσουλμάνοι Βλάχοι, οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι και άλλοι. Όλοι αυτοί αποτελούσαν συνολικά 1.073.549 κατοίκους αυτού του τμήματος των Βαλκανίων.
xviiJugoslovenski pregled, № 3, 1977.
xviii Steele D., «Religion as a Fount of Ethnic Hostility or an Agent of Reconciliation?», Janjić D. (ed.), Religion & War, Βελιγράδι, 1994, 163-184.
xix Ramet P., «Religion and Nationalism in Yugoslavia», Ramet P. (επιμ.), Religion and Nationalism in Soviet and East European Politics, Durham, 1989, 299-311.
xx Marković I., Srpsko pravoslavlje i Srpska pravoslavna crkva, Zagreb, 1993, 3-4.