Το τερμάτισε κυριολεκτικά με τη δήλωσή του ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου άμυνας σύμφωνα με την οποία ο τουρκικός στρατός «βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα για όλα τα σενάρια, ακόμα και για την πιθανότητα ενός τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου» (www.onalert.gr. 27/6/2024).
Ο Νότης Μαριάς είναι Καθηγητής Θεσμών της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης πρώην ευρωβουλευτής
Και όλα αυτά μάλιστα λίγες ημέρες μετά τη συμπλήρωση στις 18 Ιουνίου 2024 ογδόντα τριών χρόνων από την υπογραφή του Γερμανοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας, ένα θέμα το οποίο έχουμε ήδη αναδείξει με σειρά άρθρων μας τα τελευταία χρόνια (www.notismarias.gr 17/3/2020, 31/5/2021, 18/6/2022 και www.902.gr 18/6/2024).
Ειδικότερα στις 4 Μαρτίου 1941 ο Χίτλερ έστειλε επιστολή προς τον Τούρκο πρόεδρο Ισμέτ Ινονού την οποία του παρέδωσε ο πρέσβης της χιτλερικής Γερμανίας στην Άγκυρα φον Πάπεν. Στην επιστολή του ο Χίτλερ έδινε τη διαβεβαίωση στην Άγκυρα ότι δεν επρόκειτο να επιτεθεί στην Τουρκία και για τον λόγο αυτόν τα ναζιστικά στρατεύματα που είχαν μπει στη Βουλγαρία θα έμεναν μακριά από τα σύνορα με την Τουρκία, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Επιπλέον όπως προκύπτει από δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας Daily Mail στις 5 Μαρτίου 1941 ο Χίτλερ διεμήνυε στον Ινονού ότι δήθεν ενδιαφερόταν να φροντίσει τα τουρκικά συμφέροντα και την ευημερία της Τουρκίας. Μάλιστα σύμφωνα με το τουρκικό ραδιόφωνο ο Ινονού άκουγε με προσοχή το μήνυμα του Χίτλερ καθώς του το διάβαζε ο φον Πάπεν κατά την επίσκεψή του στο Προεδρικό Μέγαρο στην Άγκυρα. Στη συνέχεια ο Ινονού ζήτησε από τον φον Πάπεν να ευχαριστήσει εκ μέρους του τον Χίτλερ γι’ αυτήν «την ευγενική του πράξη»!!! Η επιστολή Χίτλερ στη συνέχεια αποτέλεσε αντικείμενο 6ωρης συζήτησης στο τουρκικό υπουργικό συμβούλιο στις 5 Μαρτίου 1941.
Στην επιστολή αυτή του Χίτλερ, τελικά απάντησε ο Ινονού στις 19 Μαρτίου 1941.
Έτσι όταν στις 6 Απριλίου 1941 ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πατρίδα μας και ο ελληνικός λαός έδινε τιτάνιο αγώνα, την ίδια ώρα η τουρκική ηγεσία διαπραγματεύονταν με τον Χίτλερ «για να τα βρουν».
Η πρόθεση του Χίτλερ για συνδιαλλαγή με την Τουρκία εκτός από την επιστολή του της 4ης Μαρτίου 1941 φάνηκε και σε μια αποστροφή του λόγου του στις 4 Μαΐου 1941 στο γερμανικό Ράιχσταγκ για τα ζητήματα του πολέμου στα Βαλκάνια όπου επισήμανε ότι από τη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία προσπάθησε να επιτύχει στενή συνεργασία με την Τουρκία η οποία να στηρίζεται σε βάσεις οικονομικής ωφέλειας. Μάλιστα παρατήρησε ότι η Τουρκία ήταν σύμμαχος με τη Γερμανία στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πόλεμος που σύμφωνα με τον Χίτλερ έβλαψε τόσο την Τουρκία όσο και τη Γερμανία. Και στη συνέχεια αναφέρθηκε στον Κεμάλ χαρακτηρίζοντάς τον ως «μέγα και μεγαλοφυή αναδημιουργό της νέας Τουρκίας».
Αυτά έλεγε ο Χίτλερ για τον Κεμάλ και την Τουρκία στις 4 Μαΐου 1941 όταν η γερμανική μπότα είχε κατακτήσει την Ελλάδα, πλην Κρήτης.
Έτσι την ώρα που ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβαζαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη τη νύκτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, την ώρα που σύσσωμος ο Κρητικός λαός αποδεκάτιζε τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές στην μεγαλειώδη μάχη της Κρήτης στο διάστημα 20 Μαΐου -1η Ιουνίου 1941, η τουρκική ολιγαρχία δρομολογούσε τη διαδικασία για να κάνει μπίζνες με τους ναζί προκειμένου «να τα κονομήσει» ως συνήθως.
Η Γερμανο-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας
Τελικά στις 18 Ιουνίου 1941, η Τουρκία συνήψε με τη ναζιστική Γερμανία και τον Χίτλερ την Γερμανο-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας. Η Συνθήκη υπογράφτηκε στην Άγκυρα από τον πρέσβη της χιτλερικής Γερμανίας Φραντς φον Πάπεν και τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Μεχμέτ Σουκρού Σαράτζογλου.
Την επομένη στον παγκόσμιο τύπο με πηχυαίους τίτλους γινόταν γνωστή η είδηση της υπογραφής του Γερμανο-Τουρκικού Συμφώνου Φιλίας, είδηση που φιγουράρισε στο πρωτοσέλιδο της αγγλικής Daily Mail επίσης με ημερομηνία 19 Ιουνίου 1941.
Επρόκειτο για ένα Σύμφωνο μη επιθέσεως διαρκείας δέκα ετών στο οποίο πέραν των άλλων Χίτλερ και Τουρκία συμφωνούσαν σε αμοιβαίο σεβασμό των συνόρων τους καθώς και σε ειρηνική επίλυση των διαφορών τους.
Ειδικότερα στο προοίμιο της Συνθήκης αναφερόταν ότι Γερμανία και Τουρκία έχοντας την επιθυμία να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις «επί βάσεως αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ειλικρινούς φιλίας» αποφάσισαν να συνάψουν Συμφωνία υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των υποχρεώσεων που είχαν μέχρι τότε οι δύο χώρες και για τον λόγο αυτόν διόρισαν ως πληρεξουσίους των δύο πλευρών για την υπογραφή της Συμφωνίας τον πρέσβη Φράντς φον Πάπεν εκ μέρους της Γερμανίας και τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Σουκρού Σαράτσογλου.
Στη συνέχεια στο άρθρο 1 της Συνθήκης αναφερόταν ότι Γερμανία και Τουρκία αναλαμβάνουν να σεβαστούν αμοιβαίως την ακεραιότητα και το απαραβίαστον του εθνικού εδάφους τους και να μην λαμβάνουν κανένα μέτρο το οποίο να στρέφεται άμεσα ή έμμεσα κατά του άλλου συμβαλλομένου μέρους.
Στο άρθρο 2 της Συνθήκης προβλεπόταν ότι Γερμανία και Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση στο μέλλον να έρχονται φιλικώς εις επαφήν σε σχέση με όλα τα ζητήματα που αφορούν αμοιβαίως τα συμφέροντά τους προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία ως προς τον τρόπο με τον οποίον θα χειριστούν παρόμοια ζητήματα.
Το άρθρο 3 προέβλεπε τα περί της κύρωσης της Συνθήκης η οποία θα ήταν δεκαετούς διάρκειας ενώ θα μπορούσε με συμφωνία των μερών και να παραταθεί.
Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας οι δύο πλευρές αντάλλαξαν διακοινώσεις ως προς τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών μιας και η πολιτικοοικονομική ελίτ της Τουρκίας ως γνωστόν δεν κάνει τίποτε στο τζάμπα.
Σε δηλώσεις του ο Σαράτσογλου επισήμανε με νόημα ότι κατά την διάρκεια όλων των σοβαρών γεγονότων τους τελευταίους αιώνες η Τουρκία και η Γερμανία δεν ήταν ποτέ αντίπαλοι και οι σχέσεις τους ήταν άμεμπτες. Μάλιστα με το Σύμφωνο φιλίας έθεσαν σε στερεότερες βάσεις την φιλία τους. Και συνέχισε λέγοντας ότι τα δύο έθνη παρείχαν αμοιβαία τη διαβεβαίωση ότι και εις το μέλλον ουδέποτε θα έχουν διαφορές. Και κατέληξε χαρακτηρίζοντας το Σύμφωνο «σπουδαίο ιστορικό έγγραφο φιλίας».
Επιπλέον με πρωτοσέλιδο της η τουρκική εφημερίδα Τζουμχουριέτ στις 21 Ιουνίου 1941, πανηγύρισε για το Σύμφωνο με τον Χίτλερ αναφέροντας επί λέξει ότι η τουρκογερμανική φιλία ενισχύθηκε με τη Συνθήκη Φιλίας.
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή 22 Ιουνίου 1941, ο Χίτλερ αφού διασφάλισε και τη στήριξη της Άγκυρας με τη σύναψη του Γερμανο-Τουρκικού Συμφώνου μη επιθέσεως, επιτέθηκε μαζικά κατά Σοβιετικής Ένωσης βάζοντας σε εφαρμογή την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, έχοντας όμως καθυστερήσει λόγω της ελληνικής αντίστασης στο Ρούπελ και στη μάχη της Κρήτης όπου αποδεκατίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές του. Άλλωστε είναι ιστορικά γνωστό ότι ο Χίτλερ έχασε τη μάχη με τον ρωσικό χειμώνα λόγω της ελληνικής αντίστασης και της συνακόλουθης καθυστέρησης.
Στη συνέχεια στις 5 Ιουλίου 1941 σε ειδική τελετή στην αίθουσα των Πρέσβεων του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο έγινε η ανταλλαγή των επικυρωτικών εγγράφων μεταξύ της τουρκικής και της γερμανικής αντιπροσωπείας στην οποία συμμετείχε ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών Cevat Acikalin, ο τούρκος πρέσβης στο Βερολίνο Huesrev Gerede και από γερμανικής πλευράς ο γενικός γραμματέας του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Ernst von Weizsäcker, πατέρας του πρώην Προέδρου της Δυτικής Γερμανίας Richard Karl Freiherr von Weizsäcker τη δεκαετία 1984-1994, και ο τότε αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Ernst Woermann.
Το κείμενο του Γερμανο-Tουρκικού Συμφώνου Φιλίας μετά την επικύρωσή του δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της ναζιστικής Γερμανίας.
Η Συμφωνία Clodius
Ακολούθως τον Οκτώβριο του 1941 η Τουρκία υπέγραψε με το Χίτλερ την Συμφωνία Clodius με βάση την οποία εφοδίασε τη ναζιστική πολεμική μηχανή με 45.000 τόνους χρωμίου το διάστημα 1941-42 και με 90.000 τόνους χρωμίου κατ΄ έτος το 1943 και 1944, παρέχοντας έτσι στους ναζί ένα υπερπολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιείται στη διαδικασία κατασκευής όπλων.
Οι οικονομικές σχέσεις της Τουρκίας με τη ναζιστική Γερμανία συνεχίστηκαν απρόσκοπτα. Μάλιστα στις 26 Φεβρουαρίου 1943 πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία η Διάσκεψη του Τουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Βερολίνο. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε η ετήσια Γενική Συνέλευση στα γραφεία του Τουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για τη Γερμανία στο Βερολίνο, στην περίφημη λεωφόρο Kurfürstendamm, παρουσία του Τούρκου πρέσβη στο Βερολίνο Saffet Arikan.
Την ίδια στιγμή όμως η Άγκυρα ακολουθώντας τη γνωστή της καιροσκοπική πολιτική πουλούσε χρώμιο και στους Αγγλο-αμερικάνους καθώς και αποξηραμένα φρούτα και καπνό.
Και κάτι ακόμη. Μόλις η Τουρκία είδε ότι έρχεται η συντριβή του Χίτλερ και καθώς τον Αύγουστο του 1944 ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε στη Βουλγαρία, η Άγκυρα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τους ναζί.
Περίμενε όμως μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου 1945 για να κηρύξει τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία μιας και δεν ήταν σίγουρη για το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου.
Έτσι η Άγκυρα κατάφερε να πλασαριστεί μαζί με τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!!!
«Επιτήδειος ουδέτερος» ξανά η Τουρκία και σε περίπτωση Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου
H παραπάνω δήλωση του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου άμυνας ότι ο τουρκικός στρατός δήθεν «βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα για όλα τα σενάρια, ακόμα και για την πιθανότητα ενός τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου» προέκυψε μετά τα σχόλια του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν σχετικά με το ενδεχόμενο ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, ο οποίος δήλωσε πως «είναι μια πιθανότητα και οι προειδοποιήσεις δεν πρέπει να αγνοηθούν» (www.onalert.gr 27/6/2024).
Έτσι μετά τις παραπάνω αναφορές του «Χακάν Φιντάν περί 3ου Παγκόσμιου Πολέμου, χθες το τουρκικό υπουργείο Άμυνας έκανε ενημέρωση λέγοντας ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και επικαιροποιεί τα σχέδιά της» (www.skai.gr 28/6/2024).
Πάντως με βάση το ιστορικό κεκτημένο του «επιτήδειου ουδέτερου» που η Τουρκία επέδειξε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι βέβαιο ότι πλέον η Άγκυρα ετοιμάζεται να δράσει με τον ίδιο τρόπο και σε περίπτωση ενός, απευκταίου βεβαίως, Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Να το παίξει δηλαδή «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ».
Όπως κάνει μέχρι στιγμής και στην περίπτωση του Πολέμου στην Ουκρανία.
Μόνο που σε περίπτωση ενός Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν πρόκειται να μείνει ούτε «αστυφύλαξ ούτε χωροφύλαξ».
Για τον λόγο αυτόν είναι αναγκαία όσο ποτέ η ανάπτυξη ενός μαζικού αντιπολεμικού Κινήματος.