Λάμπρου Χουλιαρά – Υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. έ.α.- Συγγραφέας- Στρατηγικός Αναλυτής
O πληθυσμός της Ελλάδας συρρικνώθηκε το 2020 με τη μεγαλύτερη ταχύτητα που έχει καταγράψει η Ελληνική Στατιστική Αρχή από το 1932. Με εξαίρεση την περίοδο μετά την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου για την οποία οι χρονοσειρές της ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι συμπληρωμένες –υπάρχει κενό από το 1940 μέχρι και το 1960– ποτέ στο παρελθόν δεν έχει καταγραφεί μείωση του πληθυσμού κατά 46.000 άτομα. Η αμέσως χειρότερη επίδοση ήταν αυτή του 2019, έτος κατά το οποίο οι γεννήσεις υπολείπονταν των θανάτων κατά 40.000 άτομα. Τα αρνητικά ευρήματα της στατιστικής δεν σταματούν εδώ. Οι περίπου 132.000 θάνατοι του 2020 συνιστούν τη χειρότερη επίδοση που έχει καταγραφεί ποτέ στα ληξιαρχεία της ελληνικής επικράτειας. Οι περίπου 85.600 γεννήσεις –τόσες αποτυπώνονται στη στατιστική του ληξιαρχείου– αποτελούν «ισοφάριση» του προηγούμενου αρνητικού ρεκόρ που σημειώθηκε το 2019.
Όλα αυτά τα στατιστικά ευρήματα αφορούν το 2020 –έτος πανδημίας, κατά το οποίο επηρεάζεται και ο αριθμός των θανάτων λόγω COVID αλλά και της δυσκολότερης πρόσβασης των πολιτών στις δομές υγείας και για την αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων υγείας αλλά και ο αριθμός των γεννήσεων (λόγω αβεβαιότητας για το μέλλον). Το πρόβλημα όμως καθίσταται μεγαλύτερο λόγω του επόμενου στατιστικού ευρήματος: Το 2020 συμπληρώθηκαν 10 διαδοχικά έτη με το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων να είναι αρνητικό. Έναν χρόνο μετά την υπογραφή του 1ου μνημονίου οι θάνατοι έγιναν για πρώτη φορά περισσότεροι από τις γεννήσεις κατά 4.671 άτομα και έκτοτε το φαινόμενο λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις με αποκορύφωμα την περυσινή χρονιά. Σε αυτή τη 10ετία, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά περίπου 273.000 άτομα όσος είναι δηλαδή ο πληθυσμός τριών πολύ μεγάλων ελληνικών πόλεων.
Η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε για πρώτη φορά άμεσα τα στοιχεία των θανάτων της περασμένης χρονιάς λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος που προκαλεί η πανδημία. Ετσι, προ ημερών, ανακοίνωσε ότι στις 52 εβδομάδες του 2020, καταγράφηκαν 130.288 απώλειες. Από την άλλη, από τα στατιστικά στοιχεία των ληξιαρχείων όλης της χώρας προκύπτει ότι οι θάνατοι ήταν 131.839. Ανεξάρτητα από τη μικρή απόκλιση μεταξύ των δύο στατιστικών το γεγονός είναι ότι το 2020 θα αποτελέσει την πρώτη χρονιά που σημειώνεται τέτοιος αριθμός απωλειών ανθρώπινης ζωής.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και με τον αριθμό των γεννήσεων. Από τις 114.000-115.000 γεννήσεις σε ετήσια βάση πριν μπούμε στην περίοδο των μνημονίων, πέσαμε για πρώτη φορά κάτω από τις 100.000 το 2012, χάσαμε και το όριο των 90.000 από το 2016 και μετά και πλέον οι γεννήσεις, (αλλογενών και ομογενών), πέφτουν στις περίπου 85.000 τον χρόνο, κάτι που προκύπτει και από τη στατιστική των ληξιαρχείων.
Το 2021 είναι βεβαία η περαιτέρω επιδείνωση. Ηδη, τα στοιχεία του ληξιαρχείου δείχνουν ότι στις πρώτες εβδομάδες της χρονιάς, έχουν ήδη καταγραφεί 22.000 θάνατοι έναντι μόλις 13.600 γεννήσεων. Αρνητικό ισοζύγιο της τάξεως των 45.000-50.000 ανθρώπων σε ετήσια βάση, σημαίνει ότι «σβήνεται» ο πληθυσμός μιας μεγάλης ελληνικής πόλης.
Παρατηρώντας το πρώτο από τους ανωτέρω στατιστικούς πίνακες, διαπιστώνουμε ότι η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε αθόρυβα τη δεκαετία του 1980, όταν οι ετήσιες γεννήσεις στη πατρίδα μας μειώθηκαν από τις 148 στις 85 χιλιάδες σήμερα (συμπεριλαμβανομένων και των αλλογενών) και αντίστοιχα η γονιμότητα έπεσε κάτω από το όριο ανανέωσης των γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα), φθάνοντας μόλις στα 1,26 παιδιά ανά γυναίκα, σύμφωνα με την Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία. Αν στα ανωτέρω λάβουμε υπόψη το γεγονός, ότι στις ανωτέρω φθίνουσες συνολικές γεννήσεις συμπεριλαμβάνονται οι πολυάριθμες γεννήσεις που προέρχονται από αλλογενείς γονείς, που συνεχώς αυξάνονται, τότε η κατάσταση δραματοποιείται μέρα με τη μέρα, καθηλώνοντας τις γεννήσεις των ελληνογενών κάτω του δείκτη 1, ανά ζεύγος.
Για περισσότερο από μια 35ετία λοιπόν, κάθε Ελληνίδα δεν γεννά καθόλου ή γεννά λιγότερα από τα δύο παιδιά που απαιτούνται, ώστε (κατά μέσο όρο) να φέρει στη ζωή μια κόρη που θα την αντικαταστήσει, και άρα κάθε γενιά γυναικών είναι μικρότερη από την προηγούμενη. Αυτή είναι η “περίφημη” παγίδα χαμηλής γονιμότητας στην οποία όταν εγκλωβίζεται ένας πληθυσμός, εισέρχεται σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο και ως εκ τούτου ασταμάτητο καθοδικό σπιράλ, παρόλο τις αθρόες μεταναστευτικές εισροές της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν, που οι γεννήσεις των αλλογενών (περίπου 25% σήμερα) “μασκάρησαν” κάπως το δημογραφικό πρόβλημα.
Ως σύνολο λοιπόν ο πληθυσμός της χώρας παρέμεινε περίπου σταθερός τη δεκαετία 2001-2010, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας 2010, ο ελληνογενής πληθυσμός ήδη έχει εισέλθει σε τροχιά συρρίκνωσης, ενώ παράλληλα συνέχισε να γερνά… (Σημείωση: Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, ο πληθυσμός της Ελλάδος το 2015 ήταν ο 6ος πιο γερασμένος στον κόσμο, ο πληθυσμός των νέων 0-14 χρόνων (από 28,8% μειώθηκε σε 14,5%) και σχεδόν τριπλασιάστηκε η αναλογία των ηλικιωμένων στον πληθυσμό (από 6,7% σε 19,5%). Η μέση ηλικία του πληθυσμού από 30 έτη το 1951 φτάνει τα 45 σήμερα και αν στα στοιχεία αυτά λάβουμε υπόψη τη χαμηλή μέση ηλικία των αλλογενών, τότε ο γηγενής εκ καταγωγής πληθυσμός έχει πλέον μέσο όρο ηλικίας τα 50 έτη. Με άλλα λόγια στις επόμενες δεκαετίες αναμένεται, (αν κάτι δεν ανατραπεί) να συμβεί μια αντικατάσταση πληθυσμού με απρόβλεπτες εθνικές, θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες… Με τα υφιστάμενα στοιχεία, το 2050, επί συνολικού πληθυσμού 10-11.000.000 κατοίκων, ο κατά το ήμισυ ελληνογενής πληθυσμός θα είναι στη πλειοψηφία του άνω των 60 ετών και οι κάτω των 60 ετών στη συντριπτική του πλειοψηφία θα είναι αλλογενείς, μάλιστα δε αφροασιατικής καταγωγής, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα.
Οι δύο παράλληλες εξελίξεις τις οποίες επισημαίνουμε εδώ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δημογραφικό έλλειμμα της χώρας είναι τόσο σοβαρό, ώστε μια ολοκληρωτική του κάλυψη με μεταναστευτικές εισροές θα σήμαινε ότι, περίπου σε 10-15 χρόνια θα μιλάμε για μια άλλη χώρα. Και το πρόβλημα βεβαίως εδώ δεν είναι μόνο η διατήρηση της πολιτιστικής της φυσιογνωμίας, που ίσως κάποιους δεν τους συγκινεί ή προφανώς επιδιώκουν, αλλά ότι και μια τέτοια κοινωνία σίγουρα δεν θα μπορέσει να είναι συνεκτική. Διότι, κάτι τέτοιο θα είναι πρακτικά αδύνατο, αφού τότε ο νεανικός πληθυσμός θα προέρχεται κυρίως από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, Μπαγκλαντές ή χώρες της Αφρικής, δηλαδή θα συντίθεται από πληθυσμούς, γεννεολογικά, πολιτισμικά κλπ. πολύ μακρινούς από τον ελληνικό…
Δεν χρειάζεται καμία παράθεση λεπτομερή στατιστικών αριθμών, επειδή όλοι γνωρίζουμε και όλοι αποδεχόμαστε την τραγική αυτή αλήθεια. Το δημογραφικό πρόβλημα και η πληθυσμιακή αλλοίωση των ελλήνων επιδεινώθηκε και από εθνικό θέμα εξελίσσεται σε, << εθνικό εφιάλτη>>. Οι εχθροί και υπονομευτές του ελληνισμού, κάνουν καλή και μεθοδική δουλειά.
Οι δημογραφικοί δείκτες εξελίσσονται με βραδύ ρυθμό και βελτιώνονται με ακόμη βραδύτερο. Αν όμως, η στρατηγική μας που θα έχει ως στόχο, την αύξηση των γεννήσεων νέων ελλήνων, τον περιορισμό της αποδημίας των νέων Ελλήνων προς το εξωτερικό, καθώς τον επαναπατρισμό αυτών, δεν εφαρμοστεί ΤΩΡΑ!!, τα προβλήματα θα εκδικηθούν εκείνους που τα αγνοούν και θα επιβεβαιώσουν αυτούς που τα οργάνωσαν.
Στο ερώτημα, μπορεί να υπάρξει αντιστροφή της δημογραφικής κατρακύλας και της πληθυσμιακής αλλοίωσης της χώρας; η υπεύθυνη απάντηση είναι μία: «Πρόκειται για μία εν μέρει μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Η επί 35 χρόνια χαμηλή γονιμότητα των Ελλήνων έχει δημιουργήσει μια μικρότερη αριθμητικά γενιά. Μόνον αν, οι Έλληνες είτε οι Ελληνίδες αποκτήσουν περισσότερα των 2 τέκνων και ξεπεράσουμε τον αριθμό των θανάτων, υπάρχει ελπίδα. Εξάλλου, θα πρέπει να περάσουν 20-25 χρόνια, ώστε η αύξηση των γεννήσεων να δημιουργήσει τη γενιά, που θα αναπαραχθεί και θα ενταχθεί στην αγορά εργασίας. Το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι η σχεδιαζόμενη, επερχόμενη μεταβολή της πληθυσμιακής της υπόστασης. Τα παραπάνω σκιαγραφούν το μείζον πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν σήμερα και άμεσα οι πολιτικές και οι πνευματικές ηγεσίες της χώρας και το οποίο δεν είναι άλλο από την επερχόμενη (μη αναστρέψιμη αν δεν χαραχθεί Εθνική Στρατηγική ) μεταβολή της πληθυσμιακής της σύστασης. Η αναγνώριση της σημαντικότητας αυτού του ζητήματος καθόλου δεν θέτει στο περιθώριο την άμεση ανάγκη οικονομικής ανασύνταξης, η οποία όμως δεν είναι τελικά ο σκοπός, αλλά το μέσον για να παραμείνει η κοινωνία Ελληνική και βιώσιμη. Διότι η Πατρίδα μας μπορεί να ζήσει και ως φτωχή δεν μπορεί όμως να υπάρξει χωρίς έλληνες ή με μια κοινωνία κατακερματισμένη, αποτελούμενη από αντιτιθέμενα μεταξύ τους υποσύνολα…
Υπάρχει άμεση ανάγκη για μια υπεύθυνη, συντονισμένη, σοβαρή εθνική δημογραφική πολιτική, που θα έχει ως στόχο τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος, ευνοϊκού για τη δημιουργία οικογένειας, την απόκτηση πολλών παιδιών και την παραμονή των νέων ελλήνων στον τόπο μας.
Πρέπει δε, να γίνει κατανοητό ότι η χρησιμοποίηση μεταναστών και προσφύγων για τη βελτίωση του δημογραφικού προβλήματος, θα οδηγήσει σε εθνική και δημογραφική αλλοίωση. Εκείνο που πρέπει να γίνει, είναι η δημιουργία φορέων που θα συντονίζουν τη στρατηγική για το Δημογραφικό, π.χ. ένα υπερκομματικό Γραφείο Δημογραφικής Πολιτικής-Οικογενειακού Προγραμματισμού της Βουλής και ενός Υπουργείου Οικογένειας και Δημογραφίας.
Οι Έλληνες για την Πατρίδα, έχουν σαφείς και υλοποιήσιμες προτάσεις για το Δημογραφικό, την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας των Ελλήνων και την επιβίωση του Έθνους μας.
Ο Ελληνισμός έχει προοριστεί να ζήσει και θα ζήσει.
Πηγή: ellhnes.net