Σίγουρα το 2021 μάλλον δεν ξεκίνησε και δεν θα φύγει με θετικούς οιωνούς για την Τουρκία, μετά το άκουσμα του ονόματος του αξιωματούχου που θα αναλάβει την θέση του υπευθύνου για την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, στο αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας: πρόκειται για τον Μπρετ Μακ Γκουργκ, τον θεωρούμενο ως τον αμερικανικό “εγκέφαλο” της στρατιωτικής υποστήριξης των Κούρδων της Συρίας.
Εν μέσω των οικονομικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία για την προμήθεια των S-400, με ευρεία μάλιστα διακομματική υποστήριξη στο Κογκρέσο και στην Γερουσία, ο διορισμός του συγκεκριμένου αξιωματούχου ήρθε να επιβεβαιώσει τις τουρκικές ανησυχίες σχετικά με την πολιτική της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν σε ζητήματα καίρια για το καθεστώς Ερντογάν, όπως στο Συριακό. Ο Μακ Γκουργκ ήταν ο ειδικός απεσταλμένος της Ουάσιγκτον, στον διεθνή συνασπισμό που είχε συγκροτήσει η κυβέρνηση Ομπάμα κατά του Ισλαμικού Κράτους, θέση την οποία κράτησε και όταν ανέλαβε ο Τραμπ, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019.
Τότε είχε επιλέξει να παραιτηθεί διαμαρτυρόμενος για την τουρκική εισβολή στη Βόρεια Συρία, εισβολή η οποία είχε σχεδόν γίνει σε συνεννόηση με τον Τραμπ, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε στον Λευκό Οίκο ο Τούρκος πρόεδρος, υπό άκρα μυστικότητα. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πως η Τουρκία είχε πανηγυρίσει την παραίτηση του, καθώς ο Μακ Γκουργκ ήταν “κόκκινο πανί” για την Άγκυρα, με τους Τούρκους αξιωματούχους να τον χαρακτηρίζουν «εμπόδιο» για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Γενικά δεν μασούσε καθόλου τα λόγια του για τον ρόλο της Τουρκίας στην βόρεια Συρία. Όταν, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του 2019 είχε πληγεί από τουρκικά πυρά μέχρι και αμερικανική βάση, είχε δηλώσει δηκτικά «αυτό δεν ήταν λάθος». Λίγους μήνες μετά, όταν έγινε γνωστή η εξόντωση του ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους από τους Αμερικανούς, ο παραιτηθείς πλέον Αμερικανός αξιωματούχος σε άρθρο του ζητούσε «εξηγήσεις» από την Άγκυρα, κάνοντας ξεκάθαρη υπόνοια στις διασυνδέσεις της με τους τζιχαντιστές.
Ξεκάθαρος υποστηρικτής των Κούρδων
Η εσπευσμένη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων τον Οκτώβρη του 2019, είχε δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει η τουρκική επίθεση, αν και η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ παρέμεινε συγκεχυμένη και ομιχλώδης στο ζήτημα. Επισήμως, η απερχόμενη κυβέρνηση αναφέρονταν πως η αμερικανική στρατιωτική παρουσία είχε περιοριστεί σε 600 στρατιώτες και αξιωματικούς, υπήρχαν όμως πολλές ενδείξεις πως ο πραγματικός αριθμός ήταν μεγαλύτερος.
Στην πραγματικότητα ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος, είχε επιλέξει να εξισορροπήσει μεταξύ της βασικής προεκλογικής του θέσης να δώσει ένα τέλος στους «άχρηστους πολέμους στην Μέση Ανατολή», αλλά και στην ανάγκη προάσπισης των στοιχειωδών αμερικανικών συμφερόντων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον έλεγχο των συριακών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, δηλώνοντας: «αφήσαμε στρατιώτες για να κρατήσουμε το πετρέλαιο, επειδή μου αρέσει»!
Όμως αυτό ακριβώς το παιχνίδι εξισορρόπησης του Τραμπ ήταν που επέτρεψε, έστω και μερικώς, τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Ο Μακ Γκουργκ όμως, δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να παίξει πολιτικά παιχνίδια και αυτό είναι που ανησυχεί δεόντως την Τουρκία. Δεν είναι μόνο, ότι είναι υπέρμαχος της ισχυρής αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Συρία και της στρατιωτικής υποστήριξης του YPG, θεωρώντας τους Κούρδους ως αυτούς «που έχουν κάνει τα περισσότερα για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους». Εξάλλου, η αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη στο YPG συνεχίστηκε και μετά την παραίτηση του.
Τι φοβάται η Τουρκία
Η Τουρκία φοβάται κυρίως, πως η τοποθέτηση του Μακ Γκουργκ μπορεί να σημάνει και την «πολιτική συνεργασία» των Αμερικανών με τους Κούρδους, όπως τώρα τελευταία ζητά εντόνως το YPG, ταυτόχρονα με την ενίσχυση της στρατιωτικής “ασπίδας” των αμερικανικών δυνάμεων. Δηλαδή, οι Κούρδοι επιδιώκουν μία επίσημη αμερικανική αναγνώριση του αυτόνομου κουρδικού κράτους της “Ροτζάβα” στην βόρεια Συρία, όπως είχαν κάνει παλαιότερα οι Αμερικανοί στο βόρειο Ιράκ. Το YPG πλέον, ζητά κάτι παραπάνω από την στρατιωτική υποστήριξη των Αμερικανών, την οποία υποστήριζε μέχρι και ο φιλότουρκος τέως απεσταλμένος των ΗΠΑ Τζέιμς Τζέφρι. Διεκδικεί μία αμερικανική αναγνώριση του αγώνα του.
Οι πολεμικές εξελίξεις, δείχνουν πως η Τουρκία σπεύδει να προλάβει ενδεχόμενες δυσμενείς για αυτήν εξελίξεις. Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία και οι Σύριοι-τζιχαντιστές σύμμαχοι της, έχουν ξεκινήσει νέες επιθέσεις στην κουρδική πόλη Αίν Ίσσα, την άτυπη πρωτεύουσα της αυτόνομης διοίκησης των Κούρδων στην Συρία, όπως φαίνεται με την παρασκηνιακή ανοχή της Μόσχας και της Δαμασκού. Διοικητές των Κούρδων, αναφέρονται σε πιέσεις που δέχονται από την Ρωσία και τον Άσαντ, προκειμένου να παραδώσουν την Αίν Ίσσα στον έλεγχο του συριακού καθεστώτος, πιέσεις στις οποίες οι ίδιοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να υποκύψουν.
Η στήριξη του Μακ Γκουργκ στο πολιτικό “παιδί” του Οτσαλάν, τον στρατιωτικό επικεφαλής του YPG Μαζλούμ έχει προκαλέσει σάλο στην Τουρκία, η οποία πλέον φοβάται πως δεν αποτελεί μία μεμονωμένη περίπτωση. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν Τούρκοι αναλυτές, «το βασικό πρόβλημα είναι πως πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι υιοθετούν τις θέσεις του Μακ Γκουργκ». Ήταν όμως η πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν που έκανε το συριακό παρακλάδι του PKK, το οποίο θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση οι ίδιοι οι Αμερικανοί, να θεωρείται από την Ουάσιγκτον ως αυτό «που έχει κάνει τα περισσότερα για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους», από μία Νατοϊκή σύμμαχο.
Ο ρόλος του McGurk στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ρωσίας
Με τις ΗΠΑ να εστιάζουν όλη την προσοχή τους στην Κίνα και να δίνουν σήματα για απόσυρση από τη Μέση Ανατολή, σημειώνονται αξιόλογες εξελίξεις στη γραμμή Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Μετά την ορκωμοσία του Μπάιντεν, μια από τις κρίσιμες συνομιλίες κατά τις οποίες επανεκτιμήθηκαν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη στα μέσα Σεπτεμβρίου με τον Μακ Γκουργκ και τον Ειδικό Απεσταλμένο του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για τη Συρία, Αλεξάντρ Λαβρέντιεφ.
[ΠΗΓΗ]
Το Sahiel.gr, δεν υιοθετεί τις απόψεις των αρθρογράφων, επίσης περιλαμβάνει άρθρα άλλων (εξωτερικών) ειδησειογραφικών πηγών μέσω αναδημοσίευσης και άρθρα από τους αναγνώστες του με στόχο την ενημέρωση. Στο τέλος κάθε τέτοιου άρθρου αναγράφεται ευκρινώς η πηγή του.