Uriel Araujo, ερευνητής με έμφαση στις διεθνείς και εθνοτικές συγκρούσεις
Πολλά έχουν ειπωθεί για τη συνεχιζόμενη αμερικανική στρατιωτική κρίση. Σύμφωνα με τον Juan Quiroz, αξιωματικό του αμερικανικού στρατού για τις πολιτικές υποθέσεις, ο οποίος γράφει για το Foreign Affairs, ο αμερικανικός στρατός αντιμετωπίζει “κρίση προσωπικού”. Ο Ethan Brown, με τη σειρά του, ανώτερος συνεργάτης του Mike Rogers Center for Intelligence and Global Affairs στο Κέντρο για τη Μελέτη της Προεδρίας και του Κογκρέσου, κάνει λόγο για “κρίση στρατολόγησης”. Όλα αυτά είναι αρκετά σοβαρά από μόνα τους, αλλά πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως μέρος μιας ευρύτερης εικόνας, την οποία έχει σκιαγραφήσει με γλαφυρό τρόπο ο Niall Ferguson, ανώτερος συνεργάτης στο Ίδρυμα Hoover (Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ) και στο Κέντρο Belfer για την Επιστήμη και τις Διεθνείς Υποθέσεις (Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ). Η εικόνα που ζωγραφίζει αυτός ο ειδικός είναι αυτή μιας αυτοκρατορίας που καταρρέει.
Ο Ferguson δεν έχει, σε καμία περίπτωση, “αντιιμπεριαλιστική” ή “αντιδυτική” προκατάληψη. Στην πραγματικότητα, ως ιστορικός, έχει θετικές απόψεις για τη βρετανική αυτοκρατορία και είναι γνωστό ότι θεωρεί (κατ’ αρχήν) την έννοια της λεγόμενης “pax americana” ως φυσικό διάδοχο της pax britannica. Ωστόσο, πριν από περίπου είκοσι χρόνια, στον απόηχο του τζιγκανισμού μετά την 11η Σεπτεμβρίου, στο βιβλίο του “Colossus: The Rise and Fall of The American Empire” (Κολοσσός: Η άνοδος και η πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας), διατύπωσε την άποψη ότι οι ΗΠΑ, αν και αυτοκρατορία (που “δεν τολμούσε να πει το όνομά της”), στην πραγματικότητα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και επέστησε την προσοχή σε αυτό που περιέγραψε ως “τρία θεμελιώδη ελλείμματα”, δηλαδή το οικονομικό έλλειμμα, το έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού και το “έλλειμμα προσοχής”. Η ανάλυση αυτή δεν έχει ξεπεραστεί.
Το πρώτο έλλειμμα έχει να κάνει με το μεγάλο αμερικανικό χρέος (“αν θέλεις να διοικήσεις τον κόσμο, βοηθάει να κατέχεις μεγάλο μέρος του – αντί να τον χρωστάς”, γράφει). Όσον αφορά το “έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού”, αρκεί να πούμε ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν τον “ενθουσιασμό” να ρισκάρουν τη ζωή τους πολεμώντας πολέμους για την Ουάσινγκτον, γεγονός που, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, εξηγεί γιατί η ατλαντική υπερδύναμη πρέπει να καταφεύγει τόσο συχνά σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων. Όπως έγραψα πριν από μερικούς μήνες, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σήμερα μια στρατιωτική κρίση, με έλλειψη νεοσύλλεκτων: μόνο το 23% των νέων Αμερικανών (ηλικίας 17-24 ετών) είναι “επιλέξιμοι για στρατιωτική θητεία χωρίς απαλλαγή”. Επιπλέον, μόλις το 9% των νέων Αμερικανών πολιτών θα σκεφτόταν σοβαρά το ενδεχόμενο να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία. Αυτό αποτελεί φυσικά καταστροφή για την 50χρονη λεγόμενη “αμιγώς εθελοντική δύναμη” (AVF), η οποία είχε τον τελευταίο στρατεύσιμο το 1973.
Τέλος, το “έλλειμμα προσοχής”, το “σοβαρότερο”, σύμφωνα με τον Ferguson, αφορά την έλλειψη εστίασης, σχεδιασμού και πολιτικής βούλησης. Γράφοντας στο προαναφερθέν βιβλίο του, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο μελετητής υπογραμμίζει ότι: “Αμερικανικά στρατεύματα περιπολούν στους δρόμους του Κοσσυφοπεδίου, της Καμπούλ και του Κιρκούκ… κάθε αμερικανική εισβολή έχει οδηγήσει σε αλλαγή πολιτικού καθεστώτος… που κατ’ ευφημισμόν περιγράφεται ως οικοδόμηση έθνους. Αλλά από πού θα βρεθούν τα χρήματα για να πετύχουν αυτά τα εγχειρήματα; Πόσοι Αμερικανοί θα είναι πρόθυμοι να πάνε σε αυτά τα μέρη για να επιβλέπουν πώς ξοδεύονται αυτά τα χρήματα; Και για πόσο καιρό το αμερικανικό κοινό στην πατρίδα του θα είναι έτοιμο να υποστηρίξει μια πολιτική που κοστίζει όχι μόνο χρήματα αλλά και ζωές;”
Αυτό δεν είναι, σημειωτέον, μια ηθική ή δεοντολογική καταγγελία των αμερικανικών πολέμων ή των ξένων επεμβάσεων. Ο Φέργκιουσον πιστεύει, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ότι “το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας είναι η ιστορία των αυτοκρατοριών- ότι καμία αυτοκρατορία δεν είναι χωρίς τις αδικίες και τις σκληρότητές της”, αλλά θεωρεί ότι οι “αγγλόφωνες αυτοκρατορίες” είναι, “με καθαρούς όρους, προτιμότερες για τον κόσμο από τις εύλογες εναλλακτικές λύσεις”. Η κριτική του Ferguson είναι μια ψυχρή “τεχνική” ανάλυση των αμερικανικών αδυναμιών ως αποτυχημένης (και καταρρέουσας) αυτοκρατορίας.
Στο πρόσφατο άρθρο του για το Bloomberg ο ιστορικός υποστηρίζει ότι, είκοσι χρόνια μετά, μεγάλο μέρος της παραπάνω περιγραφής εξακολουθεί να ισχύει, ακόμη περισσότερο τώρα, με το αμερικανικό “εκλογικό σώμα” και τους εκλεγμένους πολιτικούς του να χάνουν το “ενδιαφέρον” για “κάθε ξένη επιχείρηση που διαρκεί περισσότερο από μερικά χρόνια για να ολοκληρωθεί” (λυπάται). Έτσι, η “όρεξη” της αμερικανικής αυτοκρατορίας για “οικοδόμηση έθνους” στο Ιράκ, η οποία αναμφισβήτητα μπορεί να περιγραφεί ως νεοαποικιακή πολιτική”, και στη Μέση Ανατολή απέτυχε να ξεπεράσει την προεδρία του Τζορτζ Μπους.
Λαμβάνοντας υπόψη την ευρύτερη κοινωνική και πολιτισμική κρίση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Αμερικανοί (η οποία περιλαμβάνει την επιδημική κατάχρηση οπιοειδών, ένα καταρρέον σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, ένα σκάνδαλο έλλειψης παιδικών τροφών και μια κρίση ψυχικής υγείας, για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά), δεν είναι καθόλου περίεργο που το κοινό χάνει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον του για τους ξένους πολέμους και οι περισσότεροι νέοι είτε δεν πληρούν τις προϋποθέσεις είτε δεν θέλουν να συμμετάσχουν στον στρατό. Όπως τονίζει ο Ferguson, “με 452.000 στρατιώτες εν ενεργεία, ο αμερικανικός στρατός είναι ο μικρότερος που έχει υπάρξει από το 1940”. Εξ ου και το “στρατιωτικό έλλειμμα”.
Επιστρέφοντας στο οικονομικό και δημοσιονομικό έλλειμμα, προσθέτει, το 2003, το συνολικό ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ ήταν 59% του ΑΕΠ- το 2022 θα διπλασιαστεί, φτάνοντας το 120% του ΑΕΠ. Όσον αφορά το “έλλειμμα προσοχής”, η στρατιωτική εκστρατεία στην Ουκρανία, θρηνεί ο Φέργκιουσον, μόλις έπαψε να είναι πρωτοσέλιδο στις ΗΠΑ. Το πιθανό σενάριο της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, σημειώνει, θα μπορούσε να αποτελέσει το μοιραίο χτύπημα.
Δεν είναι μόνο η Ουκρανία που οι ΗΠΑ προφανώς εγκαταλείπουν ως αρένα για πολέμους δι’ αντιπροσώπων (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, για άμεση κατοχή): Η Ουάσινγκτον απέτυχε στο Ιράκ, όπως ήδη αναφέρθηκε, και αποσύρθηκε από το Αφγανιστάν. Και όμως, θέλει να δεσμευτεί τώρα σε έναν ευρύτερο περιφερειακό πόλεμο στη Μέση Ανατολή (στο πλευρό του Ισραήλ) και στον “περιορισμό” της Κίνας στην Ταϊβάν και αλλού.
Το πρόβλημα είναι ότι, σύμφωνα με τον Φέργκιουσον, “το μάθημα της ιστορίας είναι ότι όταν αναλαμβάνονται τέτοιες δεσμεύσεις, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να μην τις διατηρήσεις”. Συνοψίζοντας, με τα λόγια του, “η pax americana φαίνεται να τελειώνει”. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι ποτέ δεν ήταν και πολύ καλή pax, για να είμαστε μαζί της. Η ανάδυση μιας πολυπολικής και πολυκεντρικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, αν και φέρνει προκλήσεις και κάποια αρχική αστάθεια, θα μπορούσε να προσφέρει σε μεγάλο μέρος του Παγκόσμιου Νότου γόνιμες ευκαιρίες για μη συμμαχία και πολυσυμμαχία. Ακόμα και η Ευρώπη μπορεί να έχει την ευκαιρία να ασκήσει επιτέλους κάποια από αυτή τη “στρατηγική αυτονομία” για την οποία γίνεται τόσο πολύ λόγος τελευταία – προς όφελος των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Και ακόμη και ο αμερικανικός πληθυσμός με τη σειρά του θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια αλλαγή στις προτεραιότητες του προϋπολογισμού για την αντιμετώπιση όλων των εσωτερικών κρίσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω, επαναφέροντας αυτή την παλιά αμερικανική παράδοση του ήπιου απομονωτισμού σε μια υπερφορτωμένη υπερδύναμη. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ακόμα εικόνα που φαίνεται να χάνει ο Niall Ferguson.
Uriel Araujo
Υποψήφιος διδάκτωρ (UnB), δημοσιογράφος
Πηγή: infobrics.org